ανάμπαιγμα

ανάμπαιγμα
ανάμπαιγμα, το και ανάμπαιμα, το, -ατος
1. ειρωνεία, εμπαιγμός: Του 'καναν τέτοιο ανάμπαιγμα που τον λυπήθηκε η ψυχή μου.
2. ο άξιος για εμπαιγμό: Με όσα έκανε έγινε το ανάμπαιγμα του κόσμου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”